Alexanthros Wiki
Register
Advertisement
Αλέξανδρος Βενετόπουλος
Εκπαιδευτικός - Συγγραφεύς


ΧΙΟΝΙΑΣ

Έξω αλυχτούν οι αγέρηδες, άγριοι, λυσσασμένοι,
κι η γη αναταράσσεται απ’ τα συθέμελά της,
η ζωή της συλλογίζεται, πως είναι μετρημένη
όταν βογγούν αερορριπές μέσα στα διάσελά της.

Στον ουρανό τα σύννεφα ξέφρενα κυνηγιούνται,
αλλάζοντας χίλιες μορφές στα πέρατα πριν φτάσουν,
και με τη λύσσα του βοριά σκληρά αναμετριούνται
στ’ ονειρικό ταξίδι τους, το τέρμα να προφτάσουν.

Κάποιες νυφάδες του χιονιού, ο προπομπός που φτάνει,
πέφτουν στη διψασμένη γη και πριν να ζήσουν σβήνουν,
άλλες στις πόρτες των σπιτιών πλέκουν λευκό στεφάνι
και τις κεραμιδόστεγες με άσπρο πέπλο ντύνουν.

Μυριάδες τώρα του χιονιά νυφούλες φτερουγίζουν,
πετούν και στροβιλίζονται στα πιο τρελλά παιγνίδια,
των δέντρων τα λιανόκλαδα βαραίνουν και λυγίζουν,
απ’ τ’ απαλό ασημικό που πλέκει δαχτυλίδια.

Στη μακρινή βουνοπλαγιά λίγα μικρά σπιτάκια
στη λάκα δυο αντικριστών λοφοβουνών φωλιάζουν,
μεταλλαγμένα απ’ το χιονιά σε άσπρα προβατάκια
μέσα στο χιόνινο μαντρί σφιχτόπλεκτα λουφάζουν.

Στις στέγες ξεφυτρώνουνε πέτρινες καμινάδες
φέρνοντας την ανασαμιά απ’ τα ζεστά τα τζάκια,
και μες στους πύρινους καπνούς οι άμυαλες νυφάδες
πληρώνουν την αποκοτιά σαν τ’ άπραγα παιδάκια.

Τις χιονοσκέπαστες αυλές κλεφτά λίγα σπουργίτια
για κάποιους κριθαρόσπορους ώρα πολλή σκαλίζουν,
και με τα τιτιβίσματα δίνουν ζωή στα σπίτια
σαν τα παραθυρόφυλλα πιο θαρρετά ραμφίζουν.

Πέρα στα βάθη απ’ την αχλή οι όψεις μεταλλάζουν,
βουνά, κάμποι κι η θάλασσα παίρνουν το ίδιο χρώμα,
μια ζωγραφιά απ’ άσπρο φως κι από ομίχλη μοιάζουν,
που είναι έργο μαγικό και πιο όμορφο ακόμα.

Χωριά και αγροτόσπιτα το χιόνι έχει αποκλείσει,
και ο βοριάς όσο φυσά, τα πάντα έχει παγώσει,
ο τσέλιγκας στα μαντριά τα ζώα να φροντίσει,
ποιος ξέρει αν θα βρει πέρασμα, τη λύση να του δώσει.

Στα βαρεινά προμήνυμα καταστροφής των πάντων,
πλαγιές, χαράδρες, λαγκαδιές μέτρα μετρούν το χιόνι,
και τα βουνά παίρνουν κορμί κι ανάστημα γιγάντων
κι ως πέρα στον ορίζοντα κάθε ζωή τελειώνει.

Στ’ απάνεμα περάσματα, στις στέγες και στους δρόμους
ο επισκέφτης γίνεται ο άρχοντας στη φύση,
κι οι άνθρωποι υπάκουοι στους φυσικούς τους νόμους,
προσμένουνε το ηλιοφώς, η ζωή να ξαναρχίσει.

Μα ο χιονιάς πια σίγησε, είν’ ώρα να κοπάσει,
το απόθεμα της λύσσας του σιγά-σιγά τελειώνει,
κι η απεραντοσύνη του τα πάντα πώ ‘χει σκεπάσει
γίνεται της αγάπης του τα’ ολόλευκο σεντόνι.
Advertisement